- ακετυλοχολίνη
- Ουσία που εκκρίνεται στις απολήξεις πολλών νευρικών ινών (χολινεργικές ίνες), όταν φτάνουν εκεί νευρικά ερεθίσματα. Η α., ακόμα και όταν εκκρίνεται σε πολύ μικρή ποσότητα όπως στη γάτα (ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου), προκαλεί διεύρυνση των περιφερειακών αιμοφόρων αγγείων, πτώση της πίεσης του αίματος, επιβράδυνση των παλμών της καρδιάς και επιτάχυνση των κινήσεων του εντέρου. Δρα όμως για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γιατί διασπάται από το ένζυμο χολινεστεράση, γι’ αυτό και σπάνια χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Α. βρίσκεται και στο μέλι, στην τσουκνίδα και στις πατάτες.
Dictionary of Greek. 2013.