ακετυλοχολίνη

ακετυλοχολίνη
Ουσία που εκκρίνεται στις απολήξεις πολλών νευρικών ινών (χολινεργικές ίνες), όταν φτάνουν εκεί νευρικά ερεθίσματα. Η α., ακόμα και όταν εκκρίνεται σε πολύ μικρή ποσότητα όπως στη γάτα (ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου), προκαλεί διεύρυνση των περιφερειακών αιμοφόρων αγγείων, πτώση της πίεσης του αίματος, επιβράδυνση των παλμών της καρδιάς και επιτάχυνση των κινήσεων του εντέρου. Δρα όμως για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γιατί διασπάται από το ένζυμο χολινεστεράση, γι’ αυτό και σπάνια χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Α. βρίσκεται και στο μέλι, στην τσουκνίδα και στις πατάτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… …   Dictionary of Greek

  • χολίνη — Οργανική ουσία η οποία αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο, που συναντάται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς, κυρίως ως συστατικό μερικών ουσιών (λεκιθίνη κ.ά.)· σε αυτή τη μορφή μπορεί να ανευρεθεί, σε μικρές ποσότητες, σε κάποια… …   Dictionary of Greek

  • χολινεργικός — ή, ό, Ν 1. φυσιολ. (για νευρικό σχηματισμό) αυτός στον οποίο η νευρική διέγερση μεταβιβάζεται μέσω τής ακετυλοχολίνης 2. φρ. «χολινεργικό φάρμακο» (φαρμ.) φάρμακο που επηρεάζει τη μεταβίβαση τών νευρικών διεγέρσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λυσολεκιθίνη — Οργανικό προϊόν που σχηματίζεται κατά την απομάκρυνση ενός μορίου λιπαρού οξέος από τη λεκιθίνη. Στον οργανισμό σχηματίζεται με επίδραση του ενζύμου φωσφολιπάση στη λεκιθίνη και βρίσκεται σε μικρές ποσότητες σε πολλούς ζωικούς και φυτικούς ιστούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”